12 Φεβ 2011

Προσκολλημένη στο κράτος!

Γράφει
 ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Η πολιτική πορεία του λεγόμενου φιλελεύθερου χώρου ή της κεντροδεξιάς, με το πέρασμα των χρόνων, έχει πολλές ιδιαιτερότητες και αντιφατικότητες, οι οποίες το κάνουν να ξεχωρίζει απ’ τους αντίστοιχους χώρους στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Το ίδιο ακριβώς
 συμβαίνει και με το κατ’ επίφαση ονομαζόμενο σοσιαλιστικό κίνημα (ΠαΣοΚ), το ίδιο και με αριστερά κόμματα. Όλα, απέχουν παρασάγγας απ’ τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.
Το γιατί συμβαίνει αυτό, είναι υπόθεση εργασίας, στην οποία κάποιος οφείλει να συμπεριλάβει και την ψυχιατρική, σε σχέση με την νοοτροπία και τις αντιφάσεις του ελληνικού λαού. Ελπίζουμε, κάποια στιγμή να μπορέσουμε να το αναλύσουμε.
Σήμερα, θα ασχοληθούμε με την κεντροδεξιά, η οποία εδώ και χρόνια, προκαλεί σύγχυση στους οπαδούς της, με την αντιφατικότητα λόγων και έργων της, σε σημείο που πολλές φορές είναι ακατανόητος ο πολιτικός προσανατολισμός της παράταξης.
Άλλη ήταν η κεντροδεξιά του κορυφαίου ηγέτη της, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, άλλη εκείνη του Γεωργίου Ράλλη, άλλη του Ευάγγελου Αβέρωφ, του Μητσοτάκη, του Έβερτ, του Κώστα Καραμανλή.
Αυτό, βεβαίως, δεν είναι κατ’ ανάγκη μεμπτό, αφού ως παράταξη μπορεί ανανεώνεται και να συλλαμβάνει τα σημεία των καιρών. Είναι, όμως, μεμπτό, όταν απεμπολεί  την ιδεολογική της διαφορά και υπεροχή από τους υπόλοιπούς κι όταν καταφέρνει να …κουράζει ακόμη και τους πλέον πιστούς οπαδούς της.
Να δούμε τα πράγματα ιστορικά και πολιτικά.
Μέχρι την εποχή που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στη δεύτερη κυβέρνησή του στην μεταπολίτευση, έκανε το ιστορικό άνοιγμα στο Κέντρο, δεν υπήρχε κατ’ ουσίαν κεντροδεξιά. Υπήρχε μια δεξιά, η οποία εμφανίστηκε στο πολιτικό σκηνικό, ως το αντίπαλο πολιτικό δέος του Ελευθερίου Βενιζέλου και προσκολλήθηκε στα ανάκτορα. Με το πέρασμα των χρόνων, αναφορά της ήταν το παλάτι και μετά την γερμανική κατοχή ο αντικομουνισμός. Οφείλουμε να ομολογήσουμε, ότι οι τάξεις της έγιναν θερμοκήπιο σκληρών τάσεων και εκκόλαψης, ακόμη και της δικτατορίας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στις κυβερνήσεις Καραμανλή (1955- 1963), ο έλεγχος του στρατού, ήταν στα χέρια του παλατιού, το οποίο τον θεωρούσε ως…αποκλειστικό κτήμα του. Πόσα και πόσα «παιχνίδια» δεν στήθηκαν από το παλάτι και τους συνοδοιπόρους του, εναντίον του Καραμανλή, με αποκορύφωμα την υπόθεση Λαμπράκη; Μαζί με τον στρατό, ταυτίστηκε με τον συγκεκριμένο χώρο και η Εκκλησία και μάλιστα κορυφαίες παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, που είχαν σημαντική διείσδυση σε μεγάλα κοινωνικά στρώματα.
Η τότε, ελληνική δεξιά, από τη συμμετοχή στις τάξεις της των σκληρών προαγωγών του αντικομουνισμού, έχασε τη μεγάλη ευκαιρία για τη δημιουργία προοδευτικότερων τάσεων στην ελληνική κοινωνία. Κι αυτό, ενώ ήταν ουσιαστικά η παράταξη που έκανε την κορυφαία επιλογή να κρατήσει την Ελλάδα στον δυτικό ελεύθερο κόσμο, ενώ αντιμετώπισε ακόμη και με μετριοπάθεια την εφαρμογή σκληρών αντικομουνιστικών νόμων που επέβαλλαν οι κυβερνήσεις του Κέντρου. Θυμίζουμε, ότι επί κυβερνήσεων Παπάγου και Καραμανλή, ουδείς κομμουνιστής οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα (όπως επί όλων των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων μέχρι την άνοδο του Ελληνικού Συναγερμού), ενώ απελευθερώθηκαν χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι απ’ τους τόπους εξορίας.
Όμως, αφ’ ενός το παλάτι και αφ’ ετέρου οι σκληροί του στρατού και της αστυνομίας, αντί να αφήσουν να δημιουργηθεί ένα ρεύμα δημιουργικής ανάτασης, όπως επιχειρούσε ο Καραμανλής, είδαν τα πράγματα κοντόφθαλμα και δημιούργησαν ακόμη και πολιτικο-κοινωνικές εξαιρέσεις, ειδικά από τον δημόσιο τομέα, λόγω «ύποπτων κοινωνικών φρονημάτων».
Κορυφώθηκε, λοιπόν, το απολύτως δυσεξήγητο φαινόμενο, για κάθε ορθολογική μελέτη, η …υποτιθέμενη αντικρατιστική δεξιά, να αναρριχηθεί στην αγκαλιά του δημόσιου τομέα.
Δημιουργήθηκε, έτσι, μια έντονη κρατικίστικη παρέμβαση σε κάθε πτυχή της κοινωνίας, η οποία κορυφώθηκε από τις μετέπειτα κυβερνήσεις του Κέντρου.
Μετά την πτώση της δικτατορίας, ο Καραμανλής έχοντας απεμπλακεί από τον σφιχταγκάλιασμα του παλατιού και των σκληρών, αλλά και την επιχείρηση ένταξης στις – τότε- ευρωπαϊκές κοινότητες, είχε την ευκαιρία για την εμπέδωση ενός απόλυτα δημοκρατικού συστήματος, του καλύτερου που γνώρισε η Ελλάδα από τα χρόνια της αρχαιότητας.
Και τότε, όμως, το Κράτος, ήταν η αρχή και το τέλος κάθε προσπάθειας που αφορούσε την οικονομία, ανεξαρτήτως αν στις τάξεις του άρχισαν να κάνουν καριέρα κι άνθρωποι που μέχρι τότε ήταν αποκλεισμένοι. Τότε, έγινε και η περίφημη διεύρυνση προς το Κέντρο και η μέχρι τότε δεξιά, άρχισε να λαμβάνει τα κύρια χαρακτηριστικά που έχει και σήμερα.
Εκτός απ’ αυτά, όμως, ούτε τότε ξεκαθάρισε η ιδεολογική ταυτότητα, αφού όλη η παράταξη ξεκινούσε και τελείωνε στη προσωπικότητα του Καραμανλή. Στο δε πρώτο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, το 1979 στη Χαλκιδική, εφευρέθηκε ως ιδεολογία ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός, μόρφωμα που έδινε τη δυνατότητα στον Καραμανλή να παράγει ρεαλιστικές πολιτικές, οι οποίες όμως, είχαν βάση το κράτος.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, λίγο αργότερα, βρήκε σαν απάντηση την απολύτως ανατρεπτική και λαϊκίστικη προσέγγιση του ζητήματος. Καπηλεύτηκε την φρασεολογία της εκτός τόπου και χρόνου αριστεράς, προσαρμοζόμενος στις δοξασίες και στα «πιστεύω» μεγάλου μέρους της αποκλεισμένης κοινωνίας. Έτσι, προσεταιρίστηκε την αριστερά, ενώ εμβόλισε και την κεντροδεξιά. Τότε, έγινε η σύνδεση αυτού που πάντοτε έλειπε από την αριστερά – δηλαδή την άνετη πρόσβαση στο Κράτος- με εκείνο που πάντα λάτρευε η κεντροδεξιά- το γενικότερο προσωπικό βόλεμα στο δημόσιο, το οποίο λειτουργούσε ως μοχλός κάθε οικονομικής παραγωγικής διαδικασίας.
Τότε, η κεντροδεξιά, έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια. Έχοντας εκλογική πελατεία κοινωνικά στρώματα που ήδη είχαν την εύνοια του Κράτους, φοβούμενα διώξεις και κατάρρευση των κεκτημένων, με επιπρόσθετο στοιχείο την ιδεολογική φτώχεια, κατέφυγε στην μη οραματική συνθηματολογία. Εκείνα τα χρόνια της δεκαετία του ΄80, κυριάρχησε το σύνθημα «απαλλαγή», δήθεν αντίλογος στην «αλλαγή» που ευαγγελιζόταν ο Παπανδρέου.
Έτσι, ξεκίνησε η πολύχρονη δοκιμασία της κεντροδεξιάς στην Ελλάδα, η οποία σε μια κοινωνία που ήδη ήταν απογοητευμένη από το ΠαΣοΚ, έδειχνε να μη μπορεί να εκμεταλλευθεί ούτε την ιδεολογική της υπεροχή, σε μια περίοδο που οι κεντροαριστερές ιδεολογίες κατέρρεαν παγκοσμίως. Συν τοις άλλοις. Ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου εσωστρέφεια, με τον κάθε αρχηγό της παράταξης να αμφισβητείται από διάφορους…δελφίνους.
Ο κορμός της, μαθημένος στην κρατική προστασία, έμεινε χωρίς ερείσματα, ενώ όλη της η προσπάθεια ήταν για την επανακατάληψη της εξουσίας και όχι στην ιδεολογική της υπεροχή και τη δημιουργία άλλης, μη κρατικίστικης νοοτροπίας, στην κοινωνία. Ακόμη και οι φωνές της στον Τύπο, μέσω των οποίων θα μπορούσε να δημιουργήσει νέα ρεύματα, είχαν περιθωριακή προσέγγιση.
Ο Μητσοτάκης, επιχείρησε να δημιουργήσει προϋποθέσεις μιας αντικρατιστικής φυσιογνωμίας, αλλά κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατο, αφού η αντίδραση της σοσιαλσυντηρητικής κάστας (δημόσιοι υπάλληλοι, κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ, ακόμη κι εσωκομματικοί του εθνικόφρονες πυρήνες), πολέμησαν σφόδρα τις επιχειρούμενες αποκρατικοποιήσεις και την ιδεολογική ταύτιση της κεντροδεξιάς με τον φιλελευθερισμό.
Ο Έβερτ, αμέσως μετά, όσο κι αν είχε τίμιες και ειλικρινείς προθέσεις, γύρισε την κεντροδεξιά στον ρεαλισμό των έργων και πράξεων του Καραμανλή. Με μια διαφορά. Δεν ήταν ο ίδιος Καραμανλής, ενώ οι εποχές είχαν αλλάξει.
Όταν επί Σημίτη, δημιουργήθηκε η πιο βίαιη αναδιανομή πλούτου που γνώρισε ο τόπος μας, με την λαίλαπα του χρηματιστηρίου, τις απίστευτες υπερτιμολογήσεις για το…εθνικό μας όραμα, τους Ολυμπιακούς του 2004 και την αποκορύφωση της κάθε είδους διαφθοράς στον δημόσιο τομέα, η κεντροδεξιά με νέο ηγέτη τον Κώστα Καραμανλή, ανακάλυψε τον «μεσαίο χώρο» και τον εξέλαβε ως αέναο φλερτ με την αριστερά. Ταυτοχρόνως, στρατιές μεγάλων, μεσαίων και μικρών στελεχών της, είχαν ως μοναδικό όραμα την κατάληψη της εξουσίας για τη νομή της κι όχι για την ουσιαστική επιβολή των φιλελεύθερων αρχών.
Η προβαλλόμενη και τόσο αναγκαία επανίδρυση του κράτους, ήταν πράγματι μια σπουδαία, ριζοσπαστική, φιλελεύθερη θέση, η οποία βρήκε τεράστια ανταπόκριση σε μεγάλα στρώματα της κοινωνίας, που ήταν απηυδισμένα από τις …κρατικές αμαρτίες. Η επανίδρυση του Κράτους, έγινε όραμα για την κοινωνία, αλλά δεν την πίστεψε ούτε ο Κώστας Καραμανλής που την προέβαλλε, ούτε τα μεγαλοστελέχη που κατέλαβαν υπουργικούς και κρατικούς θώκους.
Η κεντροδεξιά, τότε, είχε τη μεγάλη ευκαιρία της να ξαναγράψει τεράστιες υποθήκες στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή. Είχε την ευκαιρία της, να ξανακάνει ματ με την τρίτη κορυφαία επιλογή της πορείας της (η πρώτη ήταν η τοποθέτηση της Ελλάδας στον δυτικό ελεύθερο κόσμο και η δεύτερη η είσοδος στην τότε ΕΟΚ).
Αντί της επανίδρυσης του Κράτους, επήλθε ο συμβιβασμός. Εγκαταλείφθηκε το όραμα και ξεκίνησε μια πορεία συντήρησης της καθημερινότητας, στηριγμένη στα παραδοσιακά πολιτικά θέσφατα της πατερναλιστικής κρατικίστικης δεξιάς. Η ελεύθερη αγορά έμεινε ουτοπία, όπως και το από τον φιλελευθερισμό μικρό κι ευέλικτο κράτος, το οποίο εξ ορισμού θα ήταν κοινωνικό δίχτυ προστασίας για τις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις. Οι «νταβατζήδες» αντί να περιθωριοποιηθούν παρέμειναν αλώβητοι και πανίσχυροι.
Αντί επανίδρυση και μείωση του κράτους, παρατηρήθηκε αύξησή του! Αντί ρήξεις και απεμπολή του πολιτικού κόστους, παρατηρήθηκαν συνεχείς συμβιβασμοί με κάθε είδους συντεχνία. Έκλειναν δρόμους οι αγρότες; Πάρτε ότι ζητάτε και φύγετε. Κατέβαζαν τους διακόπτες της ΔΕΗ οι κρατικοδίαιτοι; Πάρτε τα και σταματήστε. Απειλούσαν οι βολεμένοι; Πάρτε τα και… συναινέστε. Φώναζαν τα «δικά» μας παιδιά για διορισμούς; Φτιάξτε εκατοντάδες κρατικές επιχειρήσεις και οργανισμούς να βολευτούν…
Οι αριστερές λογικές και πρακτικές, βρήκαν εφαρμογή στην… κεντροδεξιά!
Κι όταν όλα κατέρρευσαν, όταν κατέρρευσε το κράτος, η κεντροδεξιά βρέθηκε πάλι υπόλογη, με ανοικτές πληγές, ψάχνοντας όραμα και ταυτότητα. Η εξάρτησή της απ’ τον κρατισμό, την οδήγησε εδώ που είναι σήμερα, απέναντι σε ένα ΠαΣοΚ, που μοιάζει φιλελεύθερο (με τα μέτρα που αναγκάζεται να λάβει), τα οποία η Νέα Δημοκρατία ενώ ήξερε ότι έπρεπε να έχει λάβει, δεν τόλμησε.
Σήμερα, λοιπόν, ούτε ο Αντώνης Σαμαράς έχει ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Ούτε εκείνος έχει συγκρουστεί με το την κρατικοδίαιτη πτέρυγα του κόμματός του, ούτε έχει επιχειρήσει να διαμορφώσει αντικρατιστική νοοτροπία σε στελέχη και οπαδούς της παράταξης.
 Στην Ευρώπη, δεν υπάρχει κεντροδεξιό κόμμα, το οποίο δεν αγωνίζεται για λιγότερο κράτος, για λιγότερους φόρους σε επιχειρήσεις και ατομική περιουσία, για λιγότερες δημόσιες δαπάνες, για περικοπή της γραφειοκρατίας, για κατάργηση κάθε είδους κρατικοπαρεμβατικών διαδικασιών και για τη δημιουργία πολιτών υπεύθυνων και απεξαρτημένων από την κρατική προστασία.
Αν ο στόχος, είναι η επανακατάληψη της εξουσίας, με τα ίδια δεδομένα που έγινε το 2004, τότε μάλλον η προσπάθεια, ακόμη κι αν επιτύχει, θα έχει προσωρινά παραταξιακά οφέλη.
Άρα, η μόνη λύση, είναι η προβολή της ιδεολογικής υπεροχής της κεντροδεξιάς, σε σχέση με τις κορυφαίες επιλογές που έγιναν για τον τόπο, σε συνδυασμό με σαφείς και ξεκάθαρες θέσεις. Πρώτα απ’ όλα σε στελέχη και πρωτοκλασάτα πρόσωπα της παράταξης κι ύστερα στην ίδια την κοινωνία.
Μακριά, μάλιστα, από φθαρμένα πρόσωπα.
Και κάτι τελευταίο.
Ο Αντώνης Σαμαράς, έχει τη δυνατότητα να κάνει εκείνο που δεν έκανε κανένας προκάτοχός του.
Να δημιουργήσει «σχολή», μεσαίων στελεχών.
Δηλαδή, στελεχών που καταρτισμένα και υπεύθυνα, θα κληθούν – όταν κι εφόσον- να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα διακυβέρνησης σε όποιες κρατικές υπηρεσίες προϋποθέτουν πολιτικό προσωπικό στη διοίκησή τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.